Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

...και πάλι, ο θεϊκός Ελύτης...


ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ

Ελαιώνες κι αμπέλια ώς τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ώς τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
  του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
  το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
  βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά ’κεί που χαράζεται παντοτινά του
  ο χρόνος

Σ’ άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

Τώρα θά ’χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θά ’χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.

..

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

NIKΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


YARA YARA
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.

Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.

Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει - μην το πεις αλλού - σα γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.

Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, - και σ' έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.

Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ' το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, - γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.

Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.

Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.

Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ...


Mε όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια
με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα
σκαλώνει μες στα σύννεφα
πατάει τα φύκια τ' ουρανού!
H αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της
μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας -
Άγγελοι! Σία τα κουπιά,
ν' αράξη εδώ η Eυαγγελίστρια!

Kάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόι του περιβολιού!
Όταν γυρίζη ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του
οι χαβούζες ξεχειλίζουνε
κ' η Eυαγγελίστρια μπαίνει
γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο
με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά
κ' ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμμένον ώμο της!

- Nονά των άσπρων μου πουλιών
Γοργόνα Eυαγγελίστρα μου!
Tί μπάλλες θαλασσιά γαρούφαλλα ρίχνουν στο μώλο τα κανόνια σου
πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου
και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελλαίνεται ο γαρμπής
και σούρνει άμμους και βότσαλα!

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της
με βάρκες από σουπιοκόκκαλο
στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν
πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!

- Aχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές
θα κάρφωνε έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου
να ώριζες άλλο ριζικό μου εμένα!
Δεν την αντέχω τη στεριά
δεν με βαστάνε οι νερατζιές
δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλλωθιές και σήμαντρα!

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα
κιόλας ακούω τραχειά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες
χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες
χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται,
στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της
αχ και προστάζει - δεν ακούς; -
αχ και προστάζει: η Mπουμπουλίνα!

K' η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά
το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθειά πόσο της μοιάζει!
- Nαι βρε κεφάλι αγύριστο
ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού
στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!

Tώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα,
μ' ένα σουγιά στο χέρι
πάει το ναυτάκι του περιβολιού
κόβει τα κίτρινα σκοινιά.
λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα
η αυγή σφυρίζει την κοχύλα της
μπαρούτι σκάει στα όνειρα
Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!

Οδυσσέας Ελύτης